Καλλίππη

Καλλιππίδης

Κάλλιππος
Καλλιππίδης, ου () [ῐπ] Kallippidès, Ar. Nub. 64, etc. ||
E Dor. -ίδας, Plut. Ages. 21.
Étym. patr. du suiv.