καλλίρροος-ους

Καλλισθένης

κάλλιστα
Καλλι·σθένης, ους, acc. -ην et () Kallisthénès, h. Xén. Hell. 4, 8, 13 ; Dém. 238, 5, etc.
Étym. κ. σθένος.