Κάλλιστος

Καλλίστρατος

καλλιστρούθιος
Καλλί·στρατος, ου () [ᾰτ] Kallistratos, h. Xén. Hell. 6, 2, 39, etc. ; Plut. Dem. 5, etc.
Étym. κ. στρατός.