κάννα

Κάννα

καννάϐευμα
Κάννα, ης () Pol. 3, 107, 2, etc. ou Κάνναι, ῶν (αἱ) Pol. 15, 7, 6, etc. ; Str. 285, Canne ou Cannes, v. d’Apulie.