κανωϐισμός

Κανωϐίτης

Κάνωϐος
Κανωϐίτης, dor. Κανωϐίτας (var. Κανωπίτας) [ᾰᾱ] adj. m. de Canope, Anth. 6, 148.
Étym. Κάνωϐος.