Καφηρεύς

Καφηρίδες

Κάφις
Καφηρίδες, ων (αἱ) Κ. πέτραι, Eur. Hel. 1129 ; Q. Sm. 6, 524 ; 14, 362 ; ou abs. αἱ Καφηρίδες, Anth. 9, 289, les roches ou le promontoire de Kaphèrée.
Étym. v. le préc.