Καπιτώλιον

Καπιτώλιος

Καπιτωλίς
Καπιτώλιος, α, ον [ᾰῐτ] du Capitole, Capitolin, Pol. 3, 22, 1, etc. ; τὰ Καπιτώλια, Plut. M. 277c, les jeux Capitolins.
Étym. Καπιτώλιον.