καπυρός

Καπυροσφράντης

καπυρόω-ῶ
Καπυρ·οσφράντης, ου () [ᾰῠ] Flaire-la-grillade, n. de parasite, Alciphr. 3, 62.
Étym. κ. ὀσφραίνομαι.