καρχηδονίζω

Καρχηδόνιος

Καρχηδών
Καρχηδόνιος, α, ον, de Carthage, Carthaginois, Str. 267, etc. ; οἱ Καρχηδόνιοι, Hdt. 3, 19, les Carthaginois.
Étym. Καρχηδών.