καρίζω

Καρικοεργής

Καρικός
Καρικο·εργής, par contr. éol. Καρικευργής, ής, ές [ᾱῐ] fait par un Carien, c. à d. fait sans goût, Anacr. 91.
Étym. Καρικός, ἔργον.