καρύσσω

Καρύστιος

Κάρυστος
Καρύστιος, α, ον [] de Karystos, Eur. I.T. 1451, etc. ; οἱ Καρύστιοι, Hdt. 4, 33 ; 8, 112, les habitants de Karystos ; Καρύστιον κάρυον, Eub. (Ath. 52b) noix de Karystos, c. à d. châtaigne.
Étym. Κάρυστος.