κἀστόν

Καστόρειος

καστόριαι
Καστόρειος, ος, ον, de Castor ; Καστόρειον μέλος, Pd. P. 2, 127 ; Plut. Lyc. 22, M. 1140c ; Καστόρειος ὕμνος, Pd. I. 1, 21, propr. chant de Castor, chant de guerre que les Spartiates jouaient sur la flûte.
Étym. Κάστωρ.