Κεκρόπιος

Κεκροπίς

κεκροτημένως
Κεκροπίς, ίδος [ῐδ] adj. f. de Cécrops, Ar. Av. 1407 ||
E Voc. Κεκροπί, Anth. 5, 134.
Étym. v. le préc.