κικλήσκω

Κίκονες

Κικονία
Κίκονες, ων (οἱ) [] les Kikones, pple de Thrace, Il. 2, 846 ; Od. 9, 39, etc. ; Hdt. 7, 59, etc. ||
E Dat. pl. Κίκοσιν, DS. 5, 77 ; épq. Κικόνεσσι, Od. 9, 39, 47.