Κιλικία

Κιλίκιος

κιλικισμός
Κιλίκιος, α, ον [κῐῐκ] de Cilicie, Eschl. Pr. 351 ; Str. 537, etc. ; ἄρτος, Plat. com. (Ath. 110d) pain de Cilicie, c. à d. grossier ||
E Fém. -ος, Str. 84, 492.
Étym. Κίλιξ.