Κιμϐρικός

Κίμϐροι

Κιμμερικός
Κίμϐροι, ων (οἱ) les Cimbres, pple germanique, Plut. Cam. 19, Mar. 11, etc. ; sg. Κίμϐρος, un Cimbre, Plut. Mar. 39.