Κιθαιρώνειος

Κιθαιρώνιος

Κιθαιρωνίς
Κιθαιρώνιος, ος ou α, ον [κῐ] c. le préc. Ar. Th. 996 ; Plut. Arist. 11, 18 ||
E Fém. -ος, Ar. l. c. ; -α, Plut. l. c.