Κλειναγόρας

Κλειναρέτη

Κλεινή
Κλειν·αρέτη, ης () [] Kleinarétè, f. Ar. Eccl. 41 ||
E Dor. -αρέτα, Anth. 7, 711.
Étym. κλ. ἀρετή.