Bailly.app
Signets
Paramètres
À propos
κλεισιάδες
Κλεισιδίκη
Κλεισιθήρα
Κλεισι·δίκη,
ης
(
ἡ
)
[
ῐῐ
] Kleisidikè,
f.
Hh.
Cer.
109
.
Étym.
κλείω, δίκη
.