Κλειτέλης

Κλείτη

Κλειτόδικος
Κλείτη, ης ou Κλειτή, ῆς () Kleitè, f. A. Rh. 1, 976, etc. ||
E Dor. Κλείτα, Thcr. Epigr. 18, 2.
Étym. κλειτός.