Κλεόδαιος

Κλεόδημος

Κλεοδίκη
Κλεό·δημος, ου () Kléodèmos, h. Anth. 7, 514 ||
E Dor. Κλεόδαμος [] Bion 6, 11 ; Luc. Conv. 6, ou Κλεύδαμος, Pd. O. 14, 31.
Étym. κλ. δῆμος ; cf. Δημοκλῆς et Δαμοκλῆς.