Κλεωνυμίδαι

Κλεώνυμος

κλῇδες
Κλε·ώνυμος, ου () [] Kléônymos, h. Pd. I. 3, 24 ; Xén. Hell. 5, 4, 25, etc.
Étym. κλέος, ὄνομα.