κλυστηρίδιον

Κλυταιμνήστρα

κλῦτε
Κλυται·μνήστρα, anc. Κλυταιμήστρα, ας () [] Clytemnestre, anc. Clytémestre, épouse d’Agamemnon, Eschl. Ch. 882, etc. ||
E Ion. Κλυταιμνήστρη, Il. 1, 113 ; Od. 3, 266, etc.
Étym. κλυτός, μνηστήρ ou μήδομαι.