κολχικόν

Κολχικός

Κολχίς
Κολχικός, ή, όν, de Colchide, Hdt. 2, 105 ; ἡ Κ. (s. e. χώρα) Plut. Pomp. 34, la Colchide ; v. le suiv.
Étym. Κόλχος.