Κολοφώνιος
κολπίαςΚολοφώνιος, α, ον, de
Kolophôn : οἱ Κολοφώνιοι,
Hdt. 1, 147,
150 ; Thc. 3,
36, les habitants de Kolophôn ; Κολοφωνίων λιμήν, Thc.
5, 2, port des Kolophoniens en Chalcidique ; ἡ
Κολοφωνία (s. e. πίσσα) Gal. 14, 534 ; Hippiatr.
p. 70, 2, etc., la colophane ou
résine de Kolophôn.
Étym.
Κολοφών.