κολῳέω-ῳῶ

Κολωναί

κολωναῖται
Κολωναί, ῶν (αἱ) Kolônes :
1 v. de Troade, Thc. 1, 131 ; Xén. Hell. 3, 1, 13 ||
2 dème attique, c. Κολωνός, Call. (Sch.-Od. 14, 199).
Étym. cf. Κολωνός.