Κορινθόνδε

Κόρινθος

Κόριννα
Κόρινθος, ου (ἡ, qqf. ) Corinthe, v. et territoire d’Achaïe, Il. 2, 570 ; Hdt. 3, 52 ; Soph. O.R. 1394, etc. ||
E ὁ Κ. Oracl. (Hdt. 5, 92) ; DH. 4, 29 ; Str. 378, etc.