Bailly.app
Signets
Paramètres
À propos
Κρατησίκλεια
Κρατησικλῆς
κρατησίμαχος
Κρατησι·κλῆς,
έους
(
ὁ
) Kratèsiklès,
h.
Thc.
4, 11
.
Étym.
κρατέω, κλέος
.