Κρίμισα

Κριμισός

κριμνατίας
Κριμισός ou Κριμισσός, οῦ () [ῑῑ] Krimisos ou Krimissos :
1 fl. de Sicile (auj. Fiume Freddo) Lyc. 961 ||
2 h. Nonn. D. 32, 234.