κριμνώδης

Κριναγόρας

κρινάνθεμον
Κριν·αγόρας, ου () [ῑᾰγ] Krinagoras, h. Anth. 4, 2 ||
E Ion. Κριναγόρης, Anth. 6, 227, etc. ; voc. -η, Anth. 5, 119.
Étym. κρίνω, ἀγορά.