κροτώνη

Κροτωνιᾶται

Κροτωνιᾶτις
Κροτωνιᾶται, ῶν (οἱ) habitants de Crotone, Thc. 7, 35 ||
E Ion. -ιῆται, Hdt. 3, 137, etc.
Étym. Κρότων.