Κρηστωνιῆται

Κρηστωνικός

κρησφύγετον
Κρηστωνικός, ή, όν, de Krèstôn ou de Krèstônie, Thc. 4, 109 ; ἡ Κρηστωνική, Hdt. 7, 124 ; 8, 116, la Krèstônie, v. Κρηστωναῖος.
Étym. Κρηστών.