Κτησίϐιος

Κτησικλῆς

Κτήσιον
Κτησι·κλῆς, έους () Ktèsiklès, h. Dém. 572, 26 ; Plut. M. 844a, etc. ; au plur. acc. Κτησικλέας, Luc. Fug. 26.
Étym. κτάομαι, κλέος.