Κτῆσις

Κτησιφῶν

Κτήσων
Κτησι·φῶν, ῶντος () Ktèsiphôn (Ctésiphon) :
1 () n. d’h. Ar. Ach. 1002 ; Dém. 19 argum. ||
2 () n. de v. Luc. Nav. 34.
Étym. κτῆσις, φάω.