κυδωνέα

Κύδωνες

κυδωνία
Κύδωνες, ων (οἱ) [] les Kydônes, pple de Crète, Od. 3, 292 ; 19, 176 ; Call. Jov. 45 ; Dian. 197.
Étym. Κυδωνία.