κυδώνιος

Κυδώνιος

κυδωνίτης οἶνος
Κυδώνιος, α, ον [] de Kydônia, Call. Dian. 81 ; Κυδωνία μηλίς ou μηλέα ou simpl. Κυδωνία, cognassier, Ibyc. 1, 1 ; Diosc. 1, 79 ; Κυδώνιον μῆλον ou simpl. κυδώνιον, coing, Stésich. (Ath. 81d).
Étym. Κυδωνία ; p. le sens « coing » v. la notice préc.