Κύμα

Κυμαίθα

κυμαίνω
Κυμ·αίθα, ης () [] Kymætha, n. d’une vache, Thcr. Idyl. 4, 46.
Étym. κῦμα p. κύημα, αἴθω, litt. la grosse-rousse.