Κυπρογένηα

Κυπρογενής

Κυπρόθε
Κυπρο·γενής, ής, ές [] né à Chypre, particul. ép. d’Aphroditè, Hh. 9, 1 ; Hés. Th. 199 ; Pd. O. 11, 125, etc. ||
E Voc. Κυπρογένη, Thgn. 1323, et Κυπρογενές, Thgn. 1386.
Étym. Κύπρος, γίγνομαι.