Κυζικηνικός

Κυζικηνός

Κύζικος
Κυζικηνός, ή, όν [ῐκ] de Cyzique ; στατὴρ Κ. Dém. 914, 11 ; ou simpl. Κυζικηνός, Dém. 570, 15, monnaie d’or de Cyzique = 28 drachmes attiques ; οἱ Κυζικηνοί, Hdt. 4, 76, les habitants de Cyzique (Κύζικος 2).