κωρυκίς

Κωρυκίς

Κωρυκιώτης
Κωρυκίς, ίδος [ῠῐδ] adj. f. πέτρα κοίλη, Eschl. Eum. 22, la grotte de Kôrykos.
Étym. cf. Κωρύκιος.