Bailly.app
Signets
Paramètres
À propos
Λακρίνης
Λάκριτος
λακτίζω
Λά·κριτος,
ου
(
ὁ
)
[
ᾱῐ
] Lakritos,
sophiste,
Dém.
923
.
Étym.
λαός, κρίνω
;
cf.
Κριτόλαος
.