Λαμαχίππιον

Λάμαχος

λαμϐάνω
Λά·μαχος, ου () [ᾱᾰ] Lamakhos :
1 général athénien, Ar. Ach. 270, 591, etc. ||
2 autre, Plut. Dem. 9.
Étym. λαός, μάχομαι.