Λαμψάκη

Λαμψακηνός

Λάμψακος
Λαμψακηνός, ή, όν [ᾰκ] de Lampsaque, Hdt. 6, 37, 38 ; Xén. An. 7, 8, 3, etc.
Étym. Λάμψακος.