Λαμπτραί

Λαμπτρεύς

λαμπυρίζω
Λαμπτρεύς, έως, adj. m. du dème Lamptres, Dém. 1236, 15 ; 1237, 35 ||
E Dans les inscr. att. Λαμπτρεύς, non Λαμπρεύς, v. Meisterh. p. 61, 6.
Étym. Λαμπτραί.