Bailly.app
Signets
Paramètres
À propos
λαξπάτητος
Λαοϐίη
λαοϐόρος
Λαο·ϐίη,
ης
(
ἡ
)
[
ᾱ
] Laobiè,
f.
Nonn.
D.
26, 264, 285
.
Étym.
λαός, βία
.