Λαοδικεύς

Λαοδίκη

Λαοδίκιον
Λαο·δίκη, ης () [ᾱῐ] Laodikè, f. Il. 6, 252 ; 9, 145, 287 ; Hdt. 4, 33, 35.
Étym. λαός, δίκη.