Bailly.app
Signets
Paramètres
À propos
λαοδογματικῶς
Λαόδοκος
λαοηγησία
Λαό·δοκος,
ου
(
ὁ
)
[
ᾱ
] Laodokos,
h.
Il.
4, 87 ;
17, 699
.
Étym.
λαός, δέχομαι
.