Λαομεδόντιος

Λαομέδων

λᾷον
Λαο·μέδων, οντος () [] Laomédon, roi de Troie, Il. 5, 269, etc. ||
E Par contr. Λαυμέδων, Lyc. 952.
Étym. λαός, μέδομαι.