λᾷον

Λαονίκη

λαοξοϊκός
Λαο·νίκη, p. contr. Λα·νίκη, ης () [ᾱῑ] Laonikè, Lanikè, f. El. V.H. 12, 6, etc.
Étym. λ. νίκη.