Λειώδης

Λειώκριτος

λείωμα
Λειώ·κριτος, ου () Leiôkritos :
1 h. Il. 17, 344 ||
2 autre, Od. 2, 242 ; 22, 294.
Étym. λειώς, p. λεώς, κριτός ; cf. Κριτόλαος.